Θεόδωρος Γαζούλης, Βιβλία & Φυλλάδια

Θεόδωρος Γαζούλης, ο μοτοσυκλετιστής, ο νομικός[1]

‘’Μπόι δυό πήχες, κόψη κακή, γένεια με τρίχες εδώ κι εκεί…’’.

Έτσι άρχιζε ο ποιητής Γ. Σουρής την αυτοπαρουσίασή του. Στην αρχή μάλλον αισθάνθηκα λίγο αμήχανος. Μια αυτό-απεικόνιση είναι φυσικό να συγκεντρώσει πολλές κατηγορίες, όπως π.χ. ότι εξιδανικεύεις, ή ωραιοποιείς, ή εκθειάζεις τον εαυτό σου, ή ακόμη ακριβώς το αντίθετο. Έτσι αυτό που ακολουθεί θα το ονόμαζα ‘’συλλογή σκόρπιων εικόνων και αναμνήσεων’’ από τη ζωή μου.

Οι πρώτες παιδικές αναμνήσεις έχουν φόντο την ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας μου: Περιοχή Σιδηροκάστρου Σερρών, κάτω από τον επιβλητικό και βαρύ όγκο του Μπέλες (με τις τεράστιες οξιές του), δίπλα στον Στρυμόνα και τον υγροβιότοπο της Κερκίνης. Εικόνες από σκοτωμένα αγριογούρουνα, λαγούς, αλλά και μεγάλα (τότε) κοπάδια πελαργών, αποτελούν εικόνες που αποτυπώνονται εύκολα, αλλά και ανεξίτηλα στην παιδική μνήμη. Ίσως έτσι να εξηγείται η μετέπειτα προσκόλλησή μου στο βουνό. Πάντως όποτε πηγαίνω στο χωριό μελαγχολώ. Η άγρια πανίδα έχει περιορισθεί πολύ: από τα αναρίθμητα σμήνη πελαργών π.χ. έχουν απομείνει λιγοστά ζευγάρια, που και αυτά ‘’υφίστανται διώξεις’’. Στον σιδηροδρομικό σταθμό [σ.σ. της Βυρώνειας], ο σταθμάρχης γκρέμισε τις φωλιές τους και ο παπάς του χωριού έκανε το ίδιο επειδή του λέρωναν το προαύλιο της εκκλησίας και το καμπαναριό (όπου είχαν φωλιά).

Τα επόμενα χρόνια κύλησαν κοντά στη θάλασσα, σε παραθαλάσσιο χωριό της Αργολίδας. Στη θάλασσα που τότε ήταν απαλλαγμένη από σκουπίδια, κότερα, jet ski και όλα τα σχετικά που σήμερα την έχουν εντάξει σε καπιταλιστικό υπο-σύστημα (για όποιον θέλει να ενημερωθεί υπάρχει βιβλιογραφία, όπως το έργο του Ανρύ Λεφέβρ ‘’Η καθημερινή ζωή στο σύγχρονο κόσμο’’). Πήγαινα πια στο Δημοτικό και τα πράγματα που συνέβαιναν φαντάζουν ασύλληπτα με τα σημερινά [σ.σ. 1994] δεδομένα: Κούρεμα ‘’γουλί’’, άφθονο ξύλο, μάθημα πρωί-απόγευμα (και τα Σάββατα), γράψιμο με πέννα και μελανοδοχείο (το ‘’στουπόχαρτο’’ ήταν φυσικά απαραίτητο) και άλλα. Ευτυχώς, υπήρχαν κάθε είδους παιχνίδια στους άφθονους φυσικούς χώρους και το πλατιά διαδεδομένο σπορ ‘’κόντρα πάνω στα πατίνια με τα ρουλεμάν’’ που έσωζαν την κατάσταση.

Μετά από δέκα χρόνια παραμονής στην επαρχία, ο ερχομός στην πολύβουη και στενόχωρη Αθήνα ήταν μια εμπειρία εφιαλτική, έστω κι αν η Αθήνα της εποχής εκείνης χρησιμοποιούσε ακόμα ψυγεία με πάγο, δεν γνώριζε όχι μόνο ‘’κυκλοφοριακό’’ αλλά ούτε καν Coca Cola και τηλεόραση (αυτή έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία της με το Μουντιάλ του Πελέ και του Ζαϊρζίνιο). Ήδη είχε συντελεσθεί και το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου (που ο σεβαστός Άρειος Πάγος επέμενε να το αποκαλεί…’’επανάσταση’’:..). Η ‘’επταετία’’ υπήρξε καθοριστική εμπειρία για πολλούς, ιδίως για όσους διένυαν την περίοδο της προεφηβικής ηλικίας. Δεν χρειάζονταν καθόλου γνώσεις ‘’πολιτικής’’. Αρκούσε η ύπαρξη απαγορευμένης μουσικής και ο γενικός φόβος για ελεύθερη έκφραση της γνώμης, για να δημιουργηθούν ισχυρά συναισθήματα και αντιδράσεις. Αρκούσαν οι πληροφορίες για συλλήψεις, βασανιστήρια, απολύσεις. Παρένθεση: Το ελληνικό κράτος πρόσφατα δήλωσε ότι προτίθεται να χορηγήσεις αποζημιώσεις στους πλημμυροπαθείς. Σωστά. Γιατί όμως δεν αποζημίωσε (και ούτε πρόκειται να αποζημιώσει) όσους παράνομα απολύθηκαν, τέθηκαν σε διαθεσιμότητα κλπ., κατά την διάρκεια της δικτατορίας;

Τα επτά χρόνια (που κατά τον Άρειο Πάγο διήρκεσαν ‘’μια στιγμή’’), πέρασαν αργά, μέσα στη γενική παθητικότητα: Η αντίσταση σε τέτοια καθεστώτα θέλει θάρρος που οι περισσότεροι δεν διαθέτουν, πολύ περισσότερο όταν υπάρχει οικονομική σταθερότητα ή και ευμάρεια σε πολλούς τομείς (ναυτιλία, οικοδομές κλπ.). Εξαίρεση αποτέλεσε η νεολαία (φοιτητική και μαθητική), που δέχθηκε και επεξεργάστηκε ερεθίσματα. Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε και μετά την πτώση της χούντας, με αφορμή αρχικά την ατιμωρησία όσων συνεργάστηκαν με το καθεστώς.

Η είσοδος στο πανεπιστήμιο σήμαινε την είσοδο στη δίνη της πολιτικοποίησης. Ιδίως η Νομική Σχολή, ήταν ‘’χυτήρι και χωνευτήρι’’ ιδεών. Οι – μαζικότατες – γενικές συνελεύσεις ασχολούνταν όχι μόνο με φοιτητικά, αλλά και με εθνικά (ή και διεθνή!) ζητήματα. Επίσης η είσοδος στο πανεπιστήμιο σήμαινε για μένα και τη γνωριμία με τον κόσμο των δύο τροχών, (αφού στα γυμνάσια τότε τα δίκυκλα ήταν ανύπαρκτα). Έμαθα να οδηγώ με μια Vespa και, στη συνέχεια, μια MZ 150. Την περίοδο εκείνη υπήρχαν όλα κι όλα στη Νομική καμμιά δεκαπενταριά ‘’πενηνταράκια’’, δύο MZ, ένα Morini 125 και δύο θηρία: μια Honda CB 750 και μια Kawasaki 900 με τον ‘’γρήγορο’’ της Σχολής (που είχε όμως ένα πολύ άσχημο ατύχημα στο στροφιλίκι του Διονύσου). Ξέχασα: υπήρχε κι ένα τσόπερ – ιδιοκατασκευή με κινητήρα BSA.

Ωστόσο, οι καιροί για τους μοτοσυκλετιστές ήταν δύσκολοι: όχι μόνο γιατί οι μηχανές δεν είχαν σχέση με τις τωρινές (αξιοπιστία, φρένα κράτημα κλπ.), αλλά επειδή αφ’ ενός η κοινωνική εικόνα για τον ‘’μηχανόβιο’’ ήταν πολύ διαφορετική και αφ’ ετέρου η συμπεριφορά των ‘’οργάνων της τάξης’’ προς τους δικυκλιστές ήταν από κακή έως απαίσια. Πάντως λόγω της έντονης κομματικοποίησης, η συνοχή των δικυκλιστών της Σχολής ήταν χαλαρή. Το δίκυκλο, λίγο λειτουργούσε ως ‘’συνεκτικός δεσμός’’. Έτσι εντύπωση είχε προκαλέσει η αναγγελία πορείας που οργάνωνε φορέας ων μοτοσυκλετιστών (η άγνωστη τότε ΛΕΜΟΤ) στις αρχές της δεκαετίας του ’80, αφού μέχρι τότε μόνο συνδικάτα, κόμματα ή πολιτικές ομάδες οργάνωναν πορείες. Με ελάχιστα ανεπτυγμένη την ‘’μοτοσυκλετιστική του συνείδηση’’, ο γράφων βρέθηκε πάνω σε ένα Suzuki RV 50 και περιτριγυρισμένος από τα ‘’θηρία’’ (έτσι φάνταζαν οι μηχανές των οργανωτών), να παρελαύνει μπροστά στον Άγνωστό Στρατιώτη στην πορεία του Δεκέμβρη του 1982 (αν θυμάμαι καλά).

Ακολούθησαν χρόνια μεταπτυχιακών σπουδών, η απόκτηση ‘’μεγάλης’’ μηχανής και η απαραίτητη στρατιωτική θητεία μέχρις ότου το 1989 στην Πανελλήνια συγκέντρωση στο Άστρος, ήρθε η γνωριμία με τον Θεοδόση Τεμζελίδη, της ΛΕΜΟΤ, που διευρύνθηκε στην Πανελλήνια του 1990 στον ‘’Λεωνίδα’’. Ας σημειωθεί ότι, κατά την εποχή αυτή, απέκρυπτα επιμελώς την νομική και δικηγορική μου ιδιότητα, κυρίως επειδή ήθελα να απολαμβάνω απερίσπαστος και αμέριμνος τις μοτοσυκλετιστικές  εκδηλώσεις και παρέες, μακρυά από νομικές ερωτήσεις που συχνά βάζουν το μυαλό και την καρδιά σε άλλες συχνότητες. Μέχρι τη στιγμή που, τον Σεπτέμβρη του 1991 (και αφού είχε προηγηθεί η εμφάνισή μου στο ‘’ΜΟΤΟ’’), με ‘’στρίμωξε’’ ο τότε πρόεδρος Γιάννης Εφραιμίδης και μου εξέθεσε την ιδέα του για κάποιες ενέργειες (δικαστικές ή όχι) με σκοπό την βελτίωση των συνθηκών κυκλοφορίας των δικύκλων. ΄Έτσι γεννήθηκε η κίνηση για την ‘’ελεύθερη και ασφαλή’’ κυκλοφορία των δικύκλων που προϋπέθετε-εκτός από έναν ευφυή και δραστήριο πρόεδρο όπως ο Γιάννης- έναν καταξιωμένο και αξιόπιστο στον χώρο της μοτοσυκλέτας φορέα (που ήταν η ΛΕΜΟΤ).

Την συγκεκριμενοποίηση και υλοποίηση είχε τη χαρά και την τιμή να αναλάβει ο γράφων. Ο οποίος, λίγες ώρες προτού γραφτεί το κείμενο αυτό, διαπίστωσε με απερίγραπτη ικανοποίηση ότι στον Δήμο Νέας Σμύρνης (όπως είχε συμβεί προηγουμένως, στον Δήμο Υμηττού) μόλις ξηλώθηκαν (στις οδούς 25ης Μαρτίου και 2ας Μαΐου) οι πινακίδες που απαγόρευαν τη διέλευση δικύκλων. Η σημασία γεγονότων όπως αυτό μου ήταν ήδη γνωστή. Όμως την αισθάνθηκα εντονότερη όταν, το περασμένο καλοκαίρι που ταξίδεψα στο εξωτερικό, διαπίστωσα ότι η θέση του δικύκλου εκεί επιδεινώνεται διαρκώς και είδα την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα μοτοσυκλετιστών όταν τους είπα ότι, στην Αθήνα, όχι μόνο δεν θεσπίζονται νέες απαγορεύσεις για τα δίκυκλα, αλλά ότι με πρωτοβουλία της Λέσχης Ελλήνων Μοτοσυκλετιστών, καταργούνται παλαιότερες απαγορεύσεις!

Με την αλματώδη αύξηση του αριθμού των δικύκλων τα τελευταία χρόνια, ο χώρος της μοτοσυκλέτας αποκτά μια νέα δυναμική. Ο αναβάτης αντιμετωπίζει άμεσα την πρόκληση της ολοένα εντονότερης παρουσίας και συμμετοχής στις εξελίξεις για τα ζητήματα που τον αφορούν. Η συνεισφορά του μπορεί – και πρέπει – να είναι θετική μόνο στο βαθμό που, (μένοντας αδιάφορος στις σειρήνες της κοινωνικής ‘’αποδοχής’’, του κέρδους και της ‘’επιτυχίας’’ που έτσι προκύπτει), θα συνεχίσει να είναι το ίδιο ζωντανός, αυθόρμητος, ιδεολόγος και ασυμβίβαστος όπως πριν…

Ας κλείσω λοιπόν τούτο το μικρό κείμενο με την μεγάλη αυτή ευχή, που απευθύνεται σε όλους, και πρώτα-πρώτα σ’ εμένα τον ίδιο.

Θεόδωρος Γαζούλης,

για την αντιγραφή, Άγγελος Σινάνης.

 

[1] Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Motosport (τ.192 Νοέμβριος (1994) 14-15), με κύριο τίτλο «Μοτοσυκλέττα: Νόμος και πραγματικότητα» και υπότιτλο: Αυτοπαρουσίαση. Πρόκειται για το πρώτο από μια μεγάλη σειρά άρθρων-νομικών κειμένων του Θ. Γαζούλη (42 σε 3 ½ χρόνια), που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό και παρουσιάζονται στο Ιστορικό Αρχείο της ΛΕΜΟΤ. Εξ αυτού και ο υπότιτλος «Αυτοπαρουσίαση», ώστε τότε (και σήμερα) να γνωρίσουν οι αναγνώστες τον αρθρογράφο.

Shelf Wood